AccountIsDisabled
Η Ελλάδα ανήκει στις χώρες με την υψηλότερη γλωσσομάθεια ανάμεσα στους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρόλο που το εκπαιδευτικό μας σύστημα προβλέπει υποχρεωτική εκμάθηση της ξένης γλώσσας ήδη από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, αυτό φαίνεται να υπολειτουργεί και να μην είναι ούτε αποτελεσματικό ούτε αρκετό.
Έτσι, έχουν καθιερωθεί δύο εξωσχολικοί θεσμοί: τα ιδιωτικά Κέντρα-Σχολεία Ξένων Γλωσσών και τα ιδιαίτερα μαθήματα. Σε αυτές τις λύσεις καταφεύγει η συντριπτική πλειοψηφία των γονέων για να διασφαλίσουν την εκμάθηση της Αγγλικής, κυρίως, γλώσσας για τα παιδιά τους. Κι εδώ αρχίζει ο προβληματισμός των γονιών που είναι μεγάλος και γίνεται όλο και πιο έντονος, για το ποιος είναι ο σωστός τρόπος να μάθει μια γλώσσα το παιδί τους.
Ποιά είναι η σωστή επιλογή για το παιδί; Πώς θα μάθει πραγματικά και θα ωφεληθεί καλύτερα;
Πρώτα, να ενημερώσουμε και να διευκρινίσουμε το εξής: Ο όρος ΞΕΝΗ γλώσσα(foreign language), εδώ και 20 περίπου χρόνια, δεν χρησιμοποιείται πλέον από τους ειδικούς. Χρησιμοποιείται ο όρος ΔΕΥΤΕΡΗ γλώσσα(second language ή L2) ή ο όρος ΑΛΛΗ γλώσσα(other language). Τα μεταπτυχιακά προγράμματα και τα μαθήματα μεθοδολογίας των πανεπιστημίων για δασκάλους της αγγλικής γλώσσας δεν ονομάζονται πλέον TEFL(teaching English as a foreign language). Αποκαλούνται TESOL(teaching English to students of other languages).
Λόγω του καθημερινά επιβαρυμένου προγράμματος και της κούρασης κάθε οικογένειας, αρκετοί γονείς καταλήγουν στην επιλογή του ιδιαίτερου μαθήματος, με τον δάσκαλο που έρχεται στο σπίτι. Είναι όμως αυτός ο σωστός τρόπος για να μάθει και να προχωρήσει το παιδί;
Οι γονείς εξυπηρετούνται με τον δάσκαλο που έρχεται στο σπίτι, διότι έτσι πιστεύουν ότι δεν θα έχουν την έγνοια του «πήγαινε κι έλα» ούτε την έγνοια της παρακολούθησης του παιδιού στο σπίτι. Ο γονιός λέει «φτάνει που έχω να
παρακολουθώ το παιδί σε τόσα μαθήματα στο σχολείο, ας μην έχω να επιβλέπω και τα αγγλικά από πάνω». Σε άλλες περιπτώσεις κάποιος άλλος, δήθεν «ειδικός», του έχει πει ότι είναι καλύτερο το ιδιαίτερο από το μάθημα στο σχολείο. Κι έτσι αναθέτει στο δάσκαλο που έρχεται στο σπίτι όλη αυτή τη φροντίδα. Σήμερα μπορεί να βρει έναν “δάσκαλο” με σχετικά χαμηλό κόστος ώρας. Μπορεί να βρει έναν φοιτητή, έναν νέο απόφοιτο σχολής που ψάχνει δουλειά, κάποιον δάσκαλο που θέλει να συμπληρώσει το εισόδημά του, κάποιους/ες που έχουν πιστοποιητικό γλωσσομάθειας που πολλές φορές δεν είναι καν επιπέδου C2(Proficiency) και που χρεώνουν σχετικά χαμηλά την ώρα τους. Μπορεί να βρει νέους και νέες που ο γονιός ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ αν έχουν άδεια διδασκαλίας, αν γνωρίζουν καν τη γλώσσα, που μαζεύουν 3-4 παιδάκια και κάνουν «μάθημα» σε όλα μαζί. Είναι όμως αυτή η σωστή λύση; Ας το δούμε με επιχειρήματα και γεγονότα.
Κατ’ αρχήν, η πιστοποίηση ότι κάποιος κατέχει τη γλώσσα δεν τον κάνει δάσκαλο, ούτε ικανό να τη διδάξει. Ο δάσκαλος του ιδιαίτερου ακολουθεί συνήθως τη σειρά μαθημάτων ενός κεντρικού βιβλίου που χρησιμοποιεί. Αυτό φαίνεται εύκολο αλλά δυστυχώς δεν είναι αρκετό. Δεν αποτελεί σχεδιασμό μαθησιακού πλάνου!
Υπάρχουν άπειροι δάσκαλοι που διδάσκουν «παπαγαλία»… δηλαδή παίρνουν ένα βιβλίο και το ακολουθούν λέξη-λέξη και άσκηση προς άσκηση.
Αλλά αυτό δεν είναι μάθημα γλώσσας. Ναι, το μάθημα της γλώσσας έχει πάντα ένα βιβλίο. Το βιβλίο όμως ΔΕΝ είναι ευαγγέλιο. Είναι απλά ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη μάθηση μιας γλώσσας. Το παιδί δεν πρέπει να αποστηθίζει τι λέει το βιβλίο. Πρέπει να μαθαίνει τη γλώσσα μέσα από το βιβλίο. Δεν μπορεί το παιδί μας να διδάσκεται ίδια κι απαράλλαχτα με τον τρόπο που διδάσκονταν πριν 20, 30 ή 40 χρόνια η δεύτερη γλώσσα… τότε που δεν υπήρχε ακόμα τεχνολογία, ίντερνετ και πορίσματα ερευνών – μελετών πάνω στη μάθηση της γλώσσας.
Δεν μπορεί το μόνο που αλλάζει στη διδασκαλία της γλώσσας από εκείνη την εποχή να είναι μόνο τα βιβλία, που σήμερα έχουν ωραιότερες και πιο σύγχρονες φωτογραφίες.
Το παιδί πρέπει να μαθαίνει ανάλογα με την εποχή του. Πρέπει να μαθαίνει και ταυτόχρονα να «ξυπνά» στις απαιτήσεις τις εποχής, που περιλαμβάνουν τεχνολογία, ίντερνετ, νέες μεθόδους. Αλλιώς, βαριέται, αξιοποιεί ελάχιστες από τις δυνατότητες του, και προχωρά πολύ αργά ή και καθόλου στην εποχή του, εποχή στην οποία πρέπει να επιβιώσει και να διαπρέψει αργότερα.
Η γλώσσα είναι κάτι ζωντανό. Δεν την μαθαίνει κανείς έτσι απλά για να “βρίσκεται” αλλά για να τη χρησιμοποιεί, για να αποτελεί εφόδιο στο μέλλον στο επάγγελμα, στις σχέσεις, στην ενημέρωση, στη δια βίου μάθηση. Η τωρινή εποχή, λοιπόν, απαιτεί κάτι άλλο. Μια σύγχρονη μεθοδολογία, νέες προσεγγίσεις, πιο επίκαιρες αντιλήψεις.
Καθόλου τυχαίο δεν είναι, ότι η εκµάθηση της γλώσσας αποτελεί πια έναν αυτόνοµο διεπιστηµονικό κλάδο, ο οποίος εµπεριέχει επιστήµες όπως την κοινωνιολογία, την ψυχολογία, την εκπαίδευση, τη γλωσσολογία, την ψυχογλωσσολογία, την κοινωνιογλωσσολογία, τη νευρογλωσσολογία, την ανάλυση του λόγου και την τεχνολογία.
Σε αντίθεση µε το παρελθόν, όπου κύριο µέληµα των ακαδηµαϊκών για την απόκτηση της δεύτερης γλώσσας ήταν η διερεύνηση των µεθόδων της «διδακτικής» γλωσσών, σήµερα οι επιστηµονικές έρευνες εξετάζουν τις µεθόδους «µάθησης» της γλώσσας. ∆ηλαδή, δίδεται έµφαση στο πώς µαθαίνουν οι µαθητές τις γλώσσες και στις κατάλληλες διαδικασίες που συντελούν στη σωστή, πραγματική µάθηση. Το ενδιαφέρον εστιάζεται στη µελέτη του ανθρώπινου µυαλού και στη γλωσσική συµπεριφορά. Η αποστήθιση κανόνων γραµµατικής και συντακτικού και οι ασκήσεις µετάφρασης π.χ. ανήκουν σε πεπαλαιωµένες αντιλήψεις διδασκαλίας γλωσσών, οι οποίες δεν είχαν ποτέ τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η έµφαση δίδεται στη γραπτή και προφορική έκφραση των επικοινωνιακών αναγκών της γλώσσας, δηλαδή στις διαδικασίες µάθησης, οι οποίες συντελούνται εντός οµάδας.
Το σηµαντικό είναι «τι µπορεί να κάνει ο µαθητής χρησιµοποιώντας τη γλώσσα και πολύ λιγότερο τι ξέρει για αυτή τη γλώσσα».
Οι κοινωνικές επιστήµες είναι αναπόσπαστο κοµµάτι της επιστήµης της εκµάθησης γλωσσών και όλες οι αντίστοιχες έρευνες και μελέτες αναφέρονται σε περιβάλλον τάξεων.
ΟΛΕΣ οι μελέτες και οι έρευνες συνάδουν και συμφωνούν ότι το παιδί μαθαίνει καλύτερα όταν μαθαίνει με παρέα. Αποδεικνύουν, δηλαδή, ότι τα παιδιά ζουν μια σαφέστερα πιο ποιοτική μαθησιακή διαδικασία μέσα στην τάξη, μαζί με μια ομάδα παιδιών. Το παιδί αφομοιώνει καλύτερα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον. Επίσης το παιδί αναπτύσσει πολλές δεξιότητες, θετικά στοιχεία χαρακτήρα και καλύτερη κοινωνική προσαρμογή όταν μεγαλώνει σε ένα κοινωνικό περιβάλλον. Οι περισσότερες μαθησιακές προκλήσεις αντιμετωπίζονται αποτελεσματικότερα μέσα στα πλαίσια της κοινωνικής μάθησης.
Εξ’ ου και η σπουδαιότητα της κοινωνικής µάθησης, δηλαδή της µάθησης σε οµάδες εντός τάξης ενός οργανωµένου κέντρου σε αντίθεση µε την ελλιπή µάθηση σε ιδιαίτερα µαθήµατα.
Η κοινωνική µάθηση αναπτύσσει τις διαπροσωπικές δεξιότητες και τη νόηση κοινωνικοποίησης των µαθητών. Η οµαδική και η συνεργατική µάθηση, αυξάνει σε κάθε µαθητή ξεχωριστά και σε όλους µαζί, τη γνώση της γλώσσας. Καλλιεργούνται οι δεξιότητες οµαδικότητας, η αυτοπεποίθηση, οι λύσεις προβληµάτων, η ενσυναίσθηση και η ισότητα. Έτσι, δηµιουργείται ένα υποστηρικτικό περιβάλλον µάθησης, το οποίο προάγει την ψυχική υγεία, τον αυτοσεβασµό και την αυτοεκτίµηση.
Το ιδιαίτερο μάθημα είναι γενικά φτωχό για το παιδί, τόσο σε μέθοδο και σε τρόπους εκμάθησης, όσο και σε ερεθίσματα, σε κίνητρα. Ακόµα και όταν τα ιδιαίτερα µαθήµατα απευθύνονται σε µαθητές µε σοβαρές µαθησιακές ιδιαιτερότητες, ο στόχος είναι η σύντοµη επανένταξη στην οµάδα.